μεσοπέλαγο

μεσοπέλαγο
το середина моря, морского пространства

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεσοπέλαγο" в других словарях:

  • μεσοπέλαγο — το (Μ μεσοπέλαγο και μεσοπέλαγος) 1. το μέσο τού πελάγους, η ανοιχτή θάλασσα 2. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοπέλαγα και μεσοπέλαα στο μέσο τού πελάγους, καταμεσής τού πελάγους («σαν όντε μεσοπέλαγα δυο ανέμοι σηκωθούσι / αξάφνου, και με τη βροντή… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπέλαγα — (Μ μεσοπέλαγα) βλ. μεσοπέλαγο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»